Πέντε γενιές πίσω, περίπου στα τέλη του 1700 – αρχές του 1800, μεταναστεύουν στη Νάξο μέλη της οικογένειας Περιστεράκη, προερχόμενοι από την Κρήτη, από το ορεινό χωριό Τοπόλια Κισσάμου Χανίων. Σύμφωνα με την οικογενειακή προφορική παράδοση μετανάστευσαν στη Νάξο δύο – τρεις νεαροί άντρες, πιθανότατα λόγω διώξεων από τους Τούρκους, αφού είχε προηγηθεί και η Κρητική Επανάσταση του 1770 που καταπνίγηκε στο αίμα. Σύντομα βρίσκουν κατάλληλο τόπο φιλοξενίας στα ορεινά του νησιού, στο χωριό Μονή της Νάξου. Η μετοίκησή τους, από προσωρινή, θα γίνει μόνιμη. Ο τόπος και το περιβάλλον είναι ελκυστικά για μια καινούργια αρχή. Η νέα μικρή πατρίδα μορφολογικά και λαογραφικά μοιάζει πολύ μ’ αυτήν που άφησαν πίσω και το μέλλον φαντάζει ελπιδοφόρο. Η μετοίκηση στην Νάξο από την Κρήτη είχε αρχίσει από το 1650 περίπου και πολλοί κρητικοί έρχονται από την Κρήτη στην Νάξο και κατοικούν στα ορεινά χωριά, κυρίως στην Απείρανθο, τη Μονή, το Χαλκί και το Φιλώτι, ώστε σήμερα μεγάλο μέρος των ντόπιων κατοίκων στα χωριά αυτά έχουν κρητικές ρίζες. Οι Περιστεράκηδες «τόποσαν» στη Μονή, έκαναν οικογένειες, οι απόγονοί τους κατοίκησαν και σε άλλα μέρη της Νάξου, στο Χαλκί αλλά και τη Χώρα της Νάξου. Ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της γης, παράγοντας λάδι και κρασί, αλλά και με την κτηνοτροφία, όπως οι πρόγονοί τους, πάντοτε σκαρώνοντας και τραγουδώντας νοσταλγικές μαντινάδες για τις ρίζες τους, για τα Τοπόλια, για τη μάνα Κρήτη.
Το 1906 μια μικρή ομάδα εφήβων και νέων αντρών με μεγάλα όνειρα, δέκα περίπου άτομα, φεύγουν από τη Μονή της Νάξου και ταξιδεύουν με καϊκι για το λιμάνι του Πειραιά, από όπου επιβιβάζονται στο υπερωκεάνιο «Βασίλισσα» με προορισμό την άλλη πλευρά του ατλαντικού, ακολουθώντας το αμερικάνικο όνειρο. Ανάμεσα τους βρίσκεται και ο 22χρονος Αρτέμης Περιστεράκης, ο «Αρτίμαρος», που γεννήθηκε το 1884 στη Μονή της Νάξου & είναι ο παππούς του γράφοντος. Το πλοίο «Βασίλισσα» μετά από ταξίδι τριάντα ημερών θα καταπλεύσει στις ακτές της νέας ηπείρου, της Αμερικής. Οι δέκα νέοι μετανάστες από τη Μονή της Νάξου, δεν φτάνουν στη «νέα γη της επαγγελίας», ούτε «πλουτίζουν εύκολα και γρήγορα» όπως τους είχε παρουσιαστεί, ωστόσο σαν νέα, εργατικά και σκληραγωγημένα παιδιά βρίσκουν γρήγορα δουλειά στους σιδηροδρόμους της πολιτείας της Καλιφόρνια. Εργάζονται σε πολύ σκληρές συνθήκες, ζουν πολύ λιτά και αποταμιεύουν για το μέλλον τους.
Είκοσι (20) με εικοσιπέντε (25) εντόπιες ποικιλίες αρχαίων σταφυλιών, παρμένες από παλιά αμπέλια του τόπου, φυτεύονται σε δέκα αχτιά (βαθμίδες) από πεζούλια πετρόχτιστα και ξεκινάει επαγγελματικά πια η παραγωγή κρασιού. Με την τεχνογνωσία της εποχής που έφερε από την Αμερική όπου δούλευε φτιάχνοντας σιδηροδρομικές γραμμές, φτιάχνουν ξύλινες ράγες που τις ονόμασαν «κατρακύλια» και εκεί επάνω κατρακυλούσαν τα βαρέλια με το κρασί για να το κατεβάσουν από το βουνό και να το μεταφέρουν στο χωριό κι από εκεί στο λιμάνι της Νάξου, από όπου φορτωνόταν σε μαούνες για τον Πειραιά και πουλιόταν στις διάσημες τότε πειραιώτικες ταβέρνες. Η δουλειά αυτή έφερε κέρδη, το κρασί ήταν εξαιρετικό και περιζήτητο, οπότε πολλοί συγχωριανοί του παππού ακολούθησαν αυτό το επάγγελμα, με αποτέλεσμα το μικρό αυτό ορεινό κρασοχώρι της Νάξου, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, να παράγει ετησίως πάνω από 150.000 οκάδες (περίπου 200 τόνους) κρασί.
Όταν όμως ξέσπασε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, το εμπόριο του κρασιού σταμάτησε, ήρθε η δυστυχία και η πείνα της κατοχής που θα οδηγήσει αμέσως μετά το τέλος του πολέμου τους ανθρώπους αυτούς σε μαζική μετοίκηση στην Αθήνα. Καθώς οι Μονιάτες ήταν τεχνίτες της πέτρας και της οικοδομής, βρήκαν μια νέα οικονομική διέξοδο, πολύ πιο προσοδοφόρα και η αμπελουργία στο χωριό εγκαταλείφθηκε. Αρκετοί όμως κράτησαν ένα μικρό αμπελάκι για το κρασί του σπιτιού.
Ο πατέρας μου, Ιωάννης Περιστεράκης, ο μικρότερος γιος του παππού Αρτέμη Περιστεράκη, που είχε φύγει 13 χρονών παιδί μετά την κατοχή για την Αθήνα και δούλευε στις οικοδομές, θα επιστρέψει στη Νάξο το 1960, μετά από θερμή παράκληση του γέροντα πατέρα του, ο οποίος του είπε χαρακτηριστικά:
«Αφού όλα μου τα παιδιά έφυγαν για την Αθήνα, έλα εσύ εδώ στο χωριό, να συνεχίσεις την καλλιέργεια των κτημάτων και των αμπελιών μας, να μη «ρημάξουν», να μη χαθούν οι κόποι μου μιας ζωής, να συνεχιστεί η παράδοση της οικογένειας και να έχω και εγώ ένα παιδί μου κοντά μου στα γηρατιά μου».
Και έτσι έγινε. Ο πατέρας μου επέστρεψε στη Μονή της Νάξου, παντρεύτηκε, έκανε επτά (7) παιδιά και ο μεγαλύτερος είναι ο γράφων, γεννημένος το 1962. Επειδή λάτρευε τον πατέρα του και την αμπελουργία, από μωρό παιδί τον ακολουθούσε και περνούσαν όλη τους την ημέρα στα αμπέλια, ασχολήθηκε πολύ σοβαρά και με μεράκι με την αμπελουργία και κυρίως με την οινοποίηση των κρασιών, μάλιστα όχι μόνο των δικών του αλλά και όλου του χωριού, χρησιμοποιώντας τις παλιές δοκιμασμένες και πετυχημένες πρακτικές και επιμένοντας σε αυτές.
Κατά παράδοση στον τόπο μας παράγονταν πάντοτε πολυποικιλιακά κρασιά από παμπάλαιες ποικιλίες σταφυλιών, που ευδοκιμούν εκατονταετίες στο μικροκλίμα της περιοχής μας. Τις τελευταίες δεκαετίες αρκετοί ντόπιοι της νέας γενιάς που ασχολούνται με την αμπελουργία και την οινοποίηση, σε μια προσπάθεια «εκσυγχρονισμού», φύτεψαν καινούργιες, ξενόφερτες ποικιλίες σταφυλιών και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή κρασιών μονοποικιλιακών ή διποικιλιακών όπως, π.χ. «Καμπερνέ Σοβινιόν»» και «Μερλό», αλλάζοντας το αρχαίο κρασί του τόπου μας που ήταν μπρούσκο, κεχριμπαρένιο – μέλινο στο χρώμα, με χαρμάνι αρωμάτων από αρχαίες ποικιλίες σταφυλιών αναμεμιγμένες σε ένα ποτήρι.
Έτσι, με τη σειρά μας, εμείς της τελευταίας γενιάς της οικογένειας Περιστεράκη και συγκεκριμένα οι πέντε (5) υιοί του Ιωάννη Περιστεράκη, καθώς είμαστε μπολιασμένοι «από πάππου προς πάππου» με την αγάπη για τα αμπέλια, το κρασί και την παράδοση του τόπου και της οικογένειάς μας, ζητήσαμε από τον πατέρα μας να μας βοηθήσει με την βιωματική του εμπειρία και τεχνογνωσία να ανανεώσουμε τα παλιά αμπέλια που ήταν πια πολύ γερασμένα, δηλαδή να φυτέψουμε καινούριους αμπελώνες στον ίδιο τόπο, αλλά με τις αρχαίες ποικιλίες. Βρήκαμε λοιπόν στα παλιά αμπέλια παλαιές προπολεμικές ρίζες από όπου πήραμε, με τη μέθοδο του «γκαστρωμένου κλίματος», φυτά γνήσια και φυτέψαμε νέα αμπέλια στον ίδιο τόπο, σε γειτονικά χέρσα κτήματά μας, «νιοτόπια», που είχαν δεκαετίες να καλλιεργηθούν και όπου το χώμα είναι πλούσιο και δυνατό, φυτεύοντας και καλλιεργώντας με την ίδια μέθοδο και τον ίδιο τρόπο που είναι κληροδοτημένος εδώ και αιώνες από γενιά σε γενιά. Τα κλίματα αυτά φυτεύτηκαν διάσπαρτα και ακανόνιστα, δεκαπέντε διαφορετικές ποικιλίες ανακατεμένες στο ίδιο αμπέλι, όπως γινόταν για αιώνες. Και ξεκινήσαμε να παράγουμε τα παραδοσιακά στάφυλα και να οινοποιούμε το παραδοσιακό κρασί του τόπου μας.